μίλφοι — μίλφοι, οἱ (Α) οι βλεφαρίδες που πέφτουν κατά τη μίλφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
μιλφός — μιλφός, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από μίλφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. *μιλφῶ (< μίλφοι, πρβλ. μίλφωσις)] … Dictionary of Greek